Ο Ρουσσώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην θρησκευτικά καλβινιστική Γενεύη. Ο πατέρας του, Ισαάκ Ρουσσώ, ήταν ωρολογοποιός. Οι πρόγονοι του ήταν Ουγενότοι πρόσφυγες από την Γαλλία, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Γενεύη. Η μητέρα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, η οποία ήταν κόρη ενός προτεστάντη ιερέα,πέθανε εννιά μέρες μετά την γέννηση του Ρουσσώ, και έτσι ο ίδιος έμεινε ορφανός. Σε ηλικία 10 ετών εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του, και έτσι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ γνώρισε δύσκολα παιδικά χρόνια. Στη συνέχεια της ζωής του πέρασε δύο χρόνια με έναν πάστορα, ως το 1724. Μετά ο θείος του τον τοποθέτησε ως μαθητευόμενο γραφέα σε ένα δικαστικό γραφείο, και το 1725 έγινε μαθητευόμενος ενός χαράκτη.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εγκαταλείπει την γενέτειρα του Γενεύη σε ηλικία 16 ετών, το 1728. Είναι ο εφημέριος του Κονφινιόν που τον στέλνει στην βαρώνη Μαντάμ ντε Βαράνς, πρόσφατα προσηλυτισμένη στον καθολικισμό. Αυτή με την σειρά της τον στέλνει στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ασπάζεται τον καθολικισμό.
Τον επόμενο χρόνο ο Ρουσσώ επιστρέφει στο σπίτι της βαρώνης, την οποία πλέον θεωρεί μητέρα του. Το 1730 ταξιδεύει με τα πόδια ως το Νεσατέλ, όπου διδάσκει μουσική. Μέχρι το 1739 περιπλανιέται σε διάφορα μέρη στην Ελβετία, ενώ μάλιστα η βαρώνη γίνεται και ερωμένη του. Το ίδιο έτος συγγράφει και το πρώτο του βιβλίο, Le verger de Madame la baronne de Warens.