Ο Νικολάι Γκόγκολ (ρωσ. Николай Васильевич Гоголь, 1809-1852) ήταν Ρώσος ποιητής, συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Έγραψε πολλά διηγήματα, όπως «Τάρας Μπούλμπα», «Το πορτρέτο» κ.ά. Μυθιστορήματα: «Νεκραί ψυχαί», «Το ημερολόγιον ενός τρελού» κ.ά. Ρώσος συγγραφέας, που έγραψε μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ρωσικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας στο 19ο αιώνα και θεωρείται εφάμιλλος γιγάντων όπως οι: Λέων Τολστόι (Leo Tolstoy), Ιβάν Τουργκένιεφ (Ivan Turgenev), Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoyevsky) κι ο ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν (Aleksandr Pushkin).
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (Nikolay Vasilyevich Gogol) γεννήθηκε στις 20 Μάρτη 1809, στο Sorochintsy, Mirgorod, επαρχία του Πολτάβα, από γονείς κοζάκους. Το 1828 πήγε στην Αγία Πετρούπολη, όπου εξασφάλισε απασχόληση στο δημόσιο κι έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους. Έλαβε έπαινο για τη πρώτη του συλλογή διηγημάτων, από την ουκρανική ζωή το 1831. Κατόπιν ακολούθησε άλλη συλλογή, "Mirgorod" (1835), περιέχοντας το κλασσικό "Τάρας Μπούλμπα" (Taras Bulba) που επεκτάθηκε το 1842 σ' ολόκληρο μυθιστόρημα. Αυτή η εργασία, που εξετάζει τη ζωή των κοζάκων του 16ου αιώνα, αποκάλυψε τη μεγάλη δυνατότητα του συγγραφέα για την ακριβή και συμπονετική απεικόνιση χαρακτήρων καθώς και το σπινθηροβόλο χιούμορ του.
Το 1836, κάνει την εμφάνισή του "Ο Γενικός Επιθεωρητής", μια εύθυμη σάτιρα για τη φιλαργυρία και την ηλιθιότητα των γραφειοκρατών ανώτερων υπαλλήλων, μια φαρσοκωμωδία που θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως έν από τα σημαντικότερα κείμενα στη ρωσική λογοτεχνία. Αφορά τους τοπικούς ανώτερους υπαλλήλους μιας μικρής πόλης που μπερδεύουν ένα νέο ταξιδιώτη μ' έναν αναμενόμενο κυβερνητικό επιθεωρητή και του προσφέρουν εξευμενιστικές δωροδοκίες για να τον πείσουν ν' αγνοήσει την αρχικά κακή μεταχείρισή του, απ' αυτούς.
Μεταξύ 1826-48 έζησε κυρίως στη Ρώμη, κι εργάστηκε σ' ένα μυθιστόρημα που θεωρείται η μέγιστη δημιουργική προσπάθειά του κι ένα από τα λεπτότερα μυθιστορήματα στη παγκόσμια λογοτεχνία: "Οι Νεκρές Ψυχές" (1842). Έχει δημοσιευθεί επίσης στα αγγλικά. Στη δομή του συγγενεύει με τον "Δον Κιχώτη" του Θερβαντές (Miguel Cervades Saavedra). Το εξαιρετικό χιούμορ της ιστορίας προέρχεται από μοναδική και σαρδώνεια σε σύλληψη, ιδέα: Ένας φιλόδοξος, πονηρός κι αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από μέρος σε μέρος, αγοράζοντας ή κλέβοντας από τους ιδιοκτήτες τους, τους τίτλους των... νεκρών δουλοπαροίκων. Με αυτήν την 'ιδιοκτησία' ως ασφάλεια, προγραμματίζει να πάρει δάνεια με τα οποία θ' αγοράσει ένα κτήμα με... ζωντανές ψυχές.
Αυτό το μυθιστόρημα αντανακλά τη σχέση μεταξύ κολίγων κι αφεντάδων και φυσικά την ιδέα που 'χαν οι δεύτεροι για τους πρώτους, καθώς επίσης κι ένα μεγάλο αριθμό εξόχως απεικονισμένων ρωσικών επαρχιακών χαρακτήρων. Οι "Νεκρές Ψυχές" ασκήσανε τεράστια επιρροή στις μετέπειτα γενιές των ρώσων συγγραφέων. Πολλά από τα πνευματώδη ρητά που γράφονται στις σελίδες του έχουν γίνει ρωσικά αποφθέγματα. Όμως αυτό το δημοσιευμένο κομμάτι ήταν το πρώτο μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης εργασίας που την άρχισε με συνέπεια, μα σε μια κρίση υποχονδριακής μελαγχολίας και κατάθλιψης, έκαψε το χειρόγραφο. Έτσι το έργο θεωρείται ημιτελές.
Το 1842 δημοσίευσε μιαν άλλη διάσημη εργασία, "Το Παλτό," διήγημα για ένα καταπονημένο υπάλληλο που πέφτει θύμα της ρωσική κοινωνικής αδικίας. Το επόμενο έτος έκανε προσκύνημα στους 'Αγιους Τόπους και στην επιστροφή, ένας ιερέας τον έπεισε πως η καλλιτεχνική του εργασία ήταν αμαρτωλή. Τότε ο Gogol κατέστρεψε διάφορα αδημοσίευτα χειρόγραφά του.
Πέθανε πρόωρα, στις 4 Μάρτη 1852, στη Μόσχα, σ' ηλικία μόλις 43 ετών.