Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (Honoré de Balzac, 20 Μαΐου 1799 – 18 Αυγούστου 1850) ήταν Γάλλος λογοτέχνης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ενώ θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών.
Έφερε εις πέρας ένα μνημειώδες έργο, την «Ανθρώπινη Κωμωδία», μία συνεκτική συλλογή αρκετών μυθιστορημάτων που φιλοδοξούν να περιγράψουν σχεδόν εξαντλητικά τη γαλλική κοινωνία της εποχής του.
Γεννήθηκε στην πόλη Τουρ με καταγωγή από αστική οικογένεια της εποχής. To 1814 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ σε ηλικία 17 ετών άρχισε σπουδές νομικής στη Σορβόνη. Το 1819, απέκτησε το πτυχίο του baccalauréat και εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο, ωστόσο τελικά δεν ακολούθησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι για να μείνει μόνος σε μια φτωχική σοφίτα και να αφιερωθεί στη συγγραφή φιλοσοφικών δοκιμίων, μυθιστορημάτων σε μορφή επιστολών ή τραγωδιών. Μέχρι το 1822 ο Μπαλζάκ ήταν ήδη δημιουργός αρκετών έργων – για τα οποία χρησιμοποιούσε και αρκετά ψευδώνυμα – που δεν γίνονταν όμως ευρύτερα αποδεκτά.
Το 1825 ξεκίνησε η σχέση του με τη Δούκισσα Ντ' Αμπραντές, με την βοήθεια της οποίας έγινε γνωστός στους κοσμικούς κύκλους του Παρισιού. Την ίδια περίοδο συνέβη ο θάνατος της αδελφής του Λορ, που ήταν έμπιστή του. Παράλληλα, έγινε εκδότης ενώ το διάστημα 1826-1828 εργάστηκε ως τυπογράφος με οδυνηρές όμως οικονομικές συνέπειες, καθώς καταστράφηκε οικονομικά, καταρρέοντας από τα χρέη. Το 1829 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του Οι Σουάνοι (Les Chouans), που αποτέλεσε την πρώτη εμπορική του επιτυχία και την αρχή της αναγνώρισής του ως συγγραφέα. Τον επόμενο χρόνο, δηλώνοντας πως κατάγεται από τους Μπαλζάκ της Αντράγκ, πρόσθεσε αυθαίρετα στο όνομά του τον όρο «ντε». Στις 18 Φεβρουαρίου του 1832, έλαβε το πρώτο γράμμα της Εβελίνα Χάνσκα, πολωνικής καταγωγής, με την οποία αλληλογραφούσε για περίπου 15 χρόνια και αργότερα παντρεύτηκε. Το 1835 ανέλαβε την επιθεώρηση La Chronique De Paris, την οποία εγκατέλειψε τον Ιούλιο του 1836 ακόμη περισσότερο χρεωμένος. Το 1837 δημοσιεύτηκαν οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις και ο Μπαλζάκ αγόρασε τις «Jardies», αγρόκτημα στη περιοχή των Σεβρών που, λόγω χρεών όμως αναγκάστηκε να πουλήσει το 1845.
Το 1838 πραγματοποίησε αποτυχημένες επενδύσεις στο χρηματιστήριο χωρίς να μπορέσει να βελτιώσει ούτε στο ελάχιστο την οικονομική του κατάσταση. Το 1840 προσπάθησε να επανακυκλοφορήσει την «Revue Parisienne», χωρίς επιτυχία. Λόγω των οικονομικών του προβλημάτων, αναγκάστηκε να κρυφτεί στο Πασσύ για να ξεφύγει από τους πιστωτές του. Στις 4 Μαρτίου του 1850 νυμφεύτηκε την Εβελίνα Χάνσκα και τρεις μήνες αργότερα, στις 18 Αυγούστου, πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 51 ετών