ΜΡΟΖΕΚ ΣΛΑΒΟΜΙΡ

Slawomir_Mrozek

Πολωνός δραματουργός, συγγραφέας και σκιτσογράφος. Διακρίθηκε, κυρίως, για τα θεατρικά του έργα, με τα οποία κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση. Στη χώρα μας είναι γνωστός από τη συλλογή διηγημάτων Ο Ελέφαντας (1957) και τα θεατρικά Τάνγκο (1964) και Εμιγκρέδες (1974). Στο έργο του κυριαρχεί το μαύρο χιούμορ και το παράλογο.

Ο Σλάβομιρ Μρόζεκ (Slawomir Mrozek) γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1930 στο Μπορζέτσιν της Νότιας Πολωνίας. O πατέρας του, Αντόνι, ήταν ταχυδρομικός και η μητέρα του, Σοφία, φρόντιζε τα του οίκου. Η κατοχή της χώρας του από τους Ναζί, η εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος και η σταλινική καταπίεση διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του, όπως και πολλών νεαρών Πολωνών της γενιάς του.

Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, ενεγράφη στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κρακοβίας, την οποία παράτησε μετά τρίμηνο, όπως και τη Σχολή Καλών Τεχνών της Κρακοβίας στη συνέχεια. Από το 1950  άρχισε να σκιτσάρει και να γράφει σε καθεστωτικές εφημερίδες της κομμουνιστικής Πολωνίας, υιοθετώντας σταδιακά το μαύρο χιούμορ και το παράλογο, χαρακτηριστικά που τα συναντάμε και στα θεατρικά του έργα. Τη δεκαετία του '50 ήταν γνωστός για τα σκίτσα του, παρά για το συγγραφικό του έργο. «Τα σκίτσα ήταν ένα πραγματικό σχολείο για μένα. Από αυτά έμαθα να γράφω».

Το 1957 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Ο Ελέφαντας, με την οποίο έγινε γνωστός στο εξωτερικό. Στο βιβλίο αυτό σατιρίζει την πολωνική νοοτροπία, το κομμουνιστικό σύστημα, αλλά ο κύριος στόχος του είναι η διακωμώδηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ανοησίας. Τον επόμενο χρόνο εκδίδει το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο «Αστυνομία» και η φήμη του μεγαλώνει στο εξωτερικό. Μια αρκετά αποτελεσματική αστυνομία, που έχει εξαφανίσει όλους τους αντιπάλους ενός καταπιεστικού καθεστώτος, πρέπει να κατασκευάσει ψεύτικους διαφωνούντες για να εξασφαλίσει την ύπαρξη του συστήματος.

Το 1959 παντρεύεται την καλλιτέχνιδα Μαρία Ορέμπα και μετακομίζει στη Βαρσοβία. Απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση στη χώρα του, φεύγει από την Πολωνία το 1963 και αποφασίζει να εγκατασταθεί πρώτα στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γαλλία. Το 1964 γράφει το πιο γνωστό έργο του, το Τάνγκο -μια πολυεπίπεδη οικογενειακή σάγκα- η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε στο Βελιγράδι στις 21 Απριλίου 1965. Το 1968 δημοσιεύει επιστολή διαμαρτυρίας εναντίον της εισβολής των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία. Ζητά τότε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία και δέκα χρόνια αργότερα λαμβάνει τη γαλλική υπηκοότητα.

Το 1974 γράφει το δεύτερο από τα πιο δημοφιλή του έργα, τους Εμιγκρέδες, που έχει ανεβεί επανειλημμένα στη χώρα μας. Στο έργο, που εκτυλίσσεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πρωταγωνιστούν δύο μετανάστες, που  συγκατοικούν σ’ ένα υπόγειο. Ο ένας είναι διανοούμενος, πολιτικός εξόριστος και ο άλλος εργάτης, οικονομικός μετανάστης. Το 1981, σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του πραξικοπήματος του στρατηγού Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, απαγόρευσε την έκδοση των έργων του στην Πολωνία. Το 1987 νυμφεύθηκε τη δεύτερη σύζυγό του, τη μεξικάνα σκηνοθέτιδα Οράριο Ρόζας (η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει το 1969) και το 1989 εγκαταστάθηκε στο Μεξικό.

Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, επέστρεψε δόξη και τιμή στην πατρίδα του (1996). Το 2003 τιμήθηκε από τον Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, για την προσφορά του στο γαλλικό πολιτισμό. Από το 2008 ζούσε στη Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος, στις 15 Αυγούστου του 2013. Ήταν 83 ετών. 

Στο έργο του, ο Μρόζεκ διερευνά την αποξένωση, την κατάχρηση εξουσίας, τον κονφορμισμό και τους περιορισμούς της ανθρώπινης ελευθερίας σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Συχνά χρησιμοποιεί το σουρεαλιστικό χιούμορ και τις γκροτέσκες καταστάσεις για να αποκαλύψει τις διαστρεβλωμένες αντιλήψεις των ηρώων του.