ΜΕΡΙΚΕ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Ο Έντουαρντ Φρίντριχ Μέρικε (Eduard Friedrich Mörike, 8 Σεπτεμβρίου 1804 - 4 Ιουνίου 1875) ήταν Γερμανός ποιητής του Ρομαντισμού.
Ο Μέρικε γεννήθηκε στο Λούντβιχσμπουργκ (Ludwigsburg_ γιος του Καρλ Φρίντριχ Μέρικε (Karl Friedrich Mörike), ιατρικού συμβούλου της περιφέρειας, και της Σαρλόττε Μπάγερ (Charlotte Bayer). Ο Έντουαρντ παρακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στο Λατινικό σχολείο της πόλης του και στη συνέχεια φοίτησε στο ιεροσπουδαστήριο του Ούραχ το 1818, όπου γνώρισε τους Βίλχελμ Χάρτλαουμπ (Wilhelm Hartlaub) και Βίλχερμ Βάιμπλινγκερ (Wilhelm Waiblinger). Στη συνέχεια σπούδασε Θεολογία στην ιερατική σχολή του Τύμπιγκεν, όπου και γνώρισε τους Λούντβιχ Μπάουερ (Ludwig Bauer), Ντάβιντ Φρίντριχ Στράους (David Friedrich Strauss) και Φ. Τ. Fίχερ (F. T. Vischer)[1].
Ακολούθησε εκκλησιαστική σταδιοδρομία και έγινε Λουθηρανός πάστορας. Το 1834 ονομάστηκε πάστορας στο Κλεβερσούλτσμπαχ, κοντά στο Βάινσμπεργκ και, ύστερα από την πρόωρη παραίτησή του για λόγους υγείας έγινε Καθηγητής της γερμανικής φιλολογίας στο Katharinenstift της Στουτγκάρδης, θέση στην οποία παρέμεινε ως τη συνταξιοδότησή του το 1866. Παρέμεινε στην πόλη μέχρι τον θάνατό του. Ως προς τις πολιτικές και κοινωνικές του πεποιθήσεις, ήταν συντηρητικός και φιλομοναρχικός